- θειαστής
- θει-αστής, οῦ, ὁ,A worshipper, Tz.H.8.347.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θειαστής — θειαστής, ὁ (Μ) [θειάζω] αυτός που σέβεται και τιμά κάποιον ως θεό, λάτρης, λατρευτής, θαυμαστής … Dictionary of Greek
θειασταί — θειαστής worshipper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειαστῶν — θειαστής worshipper masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειαστικός — θειαστικός, ή, όν (Α) [θειαστής] αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος. επίρρ... θειαστικώς με θεόπνευστο τρόπο … Dictionary of Greek